Αποτελεσματικότητα
Τα εμβόλια δεν μπορούν πλέον να εγγυηθούν πλήρη προστασία από κάποια ασθένεια, όπως και κάθε άλλος τρόπος αντιμετώπισης ασθενειών[1]. Μερικές φορές η προστασία αποτυγχάνει γιατί το ανοσοποιητικό σύστημα του
ξενιστή δεν μπορεί να αντιδράσει επαρκώς ή ακόμα και αδυνατεί να αντιδράσει. Η αδυναμία αντίδρασης είναι αποτέλεσμα συνήθως κλινικών παραγόντων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρήση στεροειδών, η μόλυνση από τον ιό HIV ή ακόμα και από τη γήρανση του ατόμου. Επιπλέον υπάρχει η περίπτωση για γενετικούς λόγους το άτομο να αδυνατεί να παράξει αντισώματα τα οποία και θα αναγνωρίσουν το συγκεκριμένο παράγοντα,όπως σε περιπτώσεις έλλειψης
Β λεμφοκυττάρων.
Ακόμα και αν ο ξενιστής αναπτύξει αντισώματα, η προστασία μπορεί να μην είναι επαρκής. Η
ανοσία μπορεί να αναπτυχθεί πολύ αργά, τα αντισώματα να μην αναστέλλουν πλήρως τον παθογόνο παράγοντα ή ακόμα και να υπάρχουν πολλά στελέχη του συγκεκριμένου μικροοργανισμού τα οποία δεν αντιμετωπίζονται όλα από την ίδια αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος. Ακόμα όμως και μία μερική, αργή ή και αδύναμη ανοσία μπορεί να μετριάσει την εξέλιξη της ασθένειας οδηγώντας σε ένα χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, ελαφρύτερα συμπτώματα και γρηγορότερη ανάρρωση.
Συχνά στα εμβόλια προστίθενται διάφορα πρόσθετα τα οποία έχουν ως στόχο την ενίσχυση της
ανοσοαπόκρισης, ιδιαίτερα στα γηραιότερα άτομα (50-75 ετών και άνω), το ανοσοποιητικό σύστημα των οποίων μπορεί να έχει εξασθενίσει[2].
Η αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων
- Την ίδια την ασθένεια ( σε μερικές ασθένειες ο εμβολιασμός αποδίδει καλύτερα από ότι σε άλλες)
- Το
στέλεχος που χρησιμοποιείται για το εμβόλιο ( κάποια εμβόλια είναι ειδικά απέναντι σε κάποιο συγκεκριμένο στέλεχος ενός μικροοργανισμού)
- Το κατά πόσο το πρόγραμμα των εμβολιασμών έχει τηρηθεί σωστά
- Τα ατομικά χαρακτηριστικά του ασθενούς καθώς μερικά άτομα δεν παράγουν αντισώματα ακόμα και μετά τον εμβολιασμό τους
- Η ηλικία καθώς και διάφοροι γενετικοί παράγοντες
Αν το άτομο που έχει εμβολιαστεί εμφανίσει τη συγκεκριμένη ασθένεια τότε κατά πάσα πιθανότητα τα
συμπτώματα της ασθένειας θα είναι λιγότερο έντονα σε σχέση με τα μη εμβολιασμένα άτομα.[3]
Για τον σωστό προγραμματισμό του εμβολιασμού απαιτούνται τα εξής
- προσεκτικό προγραμματισμό σε σχέση με το αντίκτυπο που μπορεί να έχει η εκστρατεία του εμβολιασμού στην επιδημιολογική εξέλιξη της νόσου σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο
- Συνεχής έλεγχος της εξέλιξης της ασθένειας μετά τον εμβολιασμό του πληθυσμού με το νέο εμβόλιο
- διατήρηση υψηλών ποσοστών εμβολιασμού του πληθυσμού ακόμα και όταν η ασθένεια καταστεί σπάνια
Παράδειγμα αυτού είναι ο εμβολιασμός απέναντι στην ιλαρά στις ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα το 1958 σε σύνολο 763064 κρουσμάτων στις ΗΠΑ εμφανίστηκαν 552 θάνατοι[4][5]. Μετά το πρόγραμμα εμβολιασμού τα κρούσματα έπεσαν κάτω από τα 150 με μέσο όρο 56 ανά χρόνο[5]. Στις αρχές του 2008 εντοπίστηκαν 64 κρούσματα ιλαράς. Τα 54 από αυτά σχετίστηκαν με εισαγωγή της νόσο από άλλο κράτος αν και μόνο το 13% είχε αποκτηθεί σε άλλο κράτος. Τα 63 από τα 64 άτομα είτε δεν είχαν εμβολιαστεί για την ιλαρά είτε δεν ήταν σίγουροι[5].